- ευφραντικό
- zevk veren
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ευφραντικός — ή, ό (ΑΜ εὐφραντικός, ή, όν) αυτός που ευφραίνει, που προκαλεί ευφροσύνη, χαρά, μεγάλη ευχαρίστηση νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ευφραντικό καρύκευμα, ήδυσμα αρχ. (για πρόσ.) εύθυμος. επίρρ... εὐφραντικώς (Α) με ευφροσύνη, με χαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
ευφραντικά — Προϊόντα που χρησιμοποιούνται από τον άνθρωπο, είτε γιατί περιέχουν ύλες με ευχάριστη οσμή ή γεύση και κάνουν τα φαγητά εύγεστα είτε γιατί περιέχουν ύλες που προκαλούν ευχάριστη διέγερση του νευρικού συστήματος. Στα προϊόντα αυτά κατατάσσονται τα … Dictionary of Greek